- καπνοφόρος
- -ο, θηλ. και -α(για τόπους) αυτός που παράγει καπνό ή ο αποδοτικός σε καπνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια-φόρος, τροχο-φόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Δημήτρ. Γρηγ. Καμπούρογλου].
Dictionary of Greek. 2013.